συνοργιάζουσι

συνοργιάζουσι
συνοργιάζω
celebrate mysteries together
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
συνοργιάζω
celebrate mysteries together
pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συνοργιάζω — ΜΑ παίρνω μέρος σε οργιαστικές τελετές μαζί με άλλους («οὐκ ἀεὶ δὲ διατρίβουσιν ἐπ αὐτὴν οἱ δαίμονες, ἀλλὰ... ταῑς ἀνωτάτω συμπάρεισι καὶ συνοργιάζουσι τῶν τελετῶν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀργιάζω «τελώ θρησκευτικά όργια» (< ὄργια)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”